Σημερα περιμένοντας στο κόκκινο φανάρι τράβηξε την προσοχή μου ένα μικρό παιδάκι στο πεζοδρόμιο. Πρέπει να ήταν ενός ή δύο χρόνων, όχι μεγαλύτερο. Ετρεχε μπροστά και η μαμά του από πίσω προσπαθούσε να το εμποδίσει να μην κατέβει στον δρόμο. Την ξερω την κατάσταση και έτσι συνέχισα να κοιτάω.
Το φανάρι ειναι ακόμα κόκκινο...
Ενα λεωφορείο περνά με ταχυτητα το σταυροδρόμι και δε φρενάρει στην στάση που βρήσκεται ελάχιστα μετά το σταυροδρόμι.... Την ίδια στιγμή, η μητέρα του παιδιού κάνει μια κίνηση σαν να θέλει να πει (... το χάσαμε το λεωφορείο!), παίρνει το παιδί της παραμάσχαλα (αλλά χωρίς βία) και πηγαίνει προς την κατευθυνση από την οποια ερχόταν το λεωφορείο... γρήγορα...κλαίγοντας!
Το φανάρι ακόμα κόκκινο...
Σκεφτηκα να σταματησω, να την ρωτήσω αν μπορώ να την βοηθήσω.
Αλλά δυστηχώς την έχασα μέσα στα κτήρια.
Σε λίγα δευτερόλεπτα έγινε ξανά πράσσινο. Και έβαλα δηλά πρώτη και διεσχισα το σταυροδρόμι.
Αραγε πως θα αντιδρουσε;
Θα με αφηνε να την βοηθήσω, ή θα ήθελε την ησυχία της;
Θα ντρεπόταν που την είδαν ή θα χαιρότανε που κάποιος της άπλωσε το χέρι.
Πόσο στην τρέλα και στην πίεση θα ήταν, για να ξεσπάσει έτσι στα κλάματα μόνον και μόνον για ένα λεωφορείο που χάθηκε;
Τί αλλο θα πηγαινε ακόμα στραβά μετά από αυτό στην ζωή της;
Τί πηγε μεχρι εκεινη τη στιγμή τόσο στραβά στη ζωή της;
Το παιδακι ήταν ατάραχο, θα έλεγα χαρουμενο, παρόλη την απότομη κίνηση της μαμάς του.
Όταν εγώ ενοιωθα άσχημα, ευχόμουνα να ειμαι αόρατη.
Ντυνόμουνα αόρατα, φαιρόμουνα αόρατα, σιωπηλά, συνήθως...
Κρίμα που την έχασα, ίσως να με άφηνε να τη βοηθήσω, να της ξαλάφρωνα λίγο την δύσκολη στιγμή...