Που λιμπίστηκε ένα γλειφιτζούρι
Που νόμιζε ότι του το πρότεινες
Ότι σύντομα θα το κρατήσει
Από το ξύλινο ραβδάκι του
Σφιχτά στα χέρια του
Και βλέπει ήδη με τα μάτια της ψυχής
το κόκκινο, ολοστρόγγυλο, γλυκό, καραμελένιο ζαχαρωτό
έτσι όπως το φως διαθλάται πάνω του
Και αναρωτιέται
Από ποια πλευρά να αρχίσει
Αν άραγε όλες την ίδια γεύση αφήνουν
Αν υπάρχουν διαφορές
Αν θα θυμίζει εκείνο το πρώτο ζαχαρωτό που γεύτηκε ποτέ
Και χαίρεται ήδη ξέροντας πως τελειώνοντάς το
Θα είναι ικανοποιημένο, ήρεμο, ευχαριστημένο
θα νιώθει χωρίς να ξέρει το γιατί προστατευμένο,
αγαπημένο και δυνατό να κατορθώσει τα αδύνατα
Σαν το μικρό παιδί
Να βλέπει τελικά
Το τελευταίο γλειφιτζούρι
Το «δικό» του
Να δίνεται σε κάποιον άλλο
Και για εκείνο έμεινε πλέον μόνον η απογοήτευση και η θύμιση της γεύσης...