«Θα το κολλήσουμε» έλεγα όταν ήμουν μικρή στην μαμά μου, κάθε φορά που τύχαινε να έσπαγα κάτι παίζοντας. «Θα το κολλήσουμε» εγώ, και η μαμά μου αναρωτιόταν πως αλήθεια θα μπορούσε να κολλήσει το φωτιστικό, το ακριβό κρυστάλλινο μπολ, ένα μπιμπελό ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο είχα διαλύσει σε χίλια δυο κομμάτια.
Τώρα που είμαι εγώ η μαμά, ξέρω πως σίγουρα μετά βίας συγκρατούσε την αντίδρασή της. Τώρα που εγώ είμαι αυτή που πληρώνει για ότι μας ανήκει, τώρα που εγώ ξέρω πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να αντικατασταθεί κάτι, τώρα που εγώ είμαι εκείνη που θα πρέπει να τα «κολλήσει» όλα, τώρα αναγνωρίζω σε τι δύσκολη θέση έβαζα τότε την μητέρα μου με εκείνο το «θα το κολλήσουμε».
Δεν ξέρω που το άκουσα για πρώτη φορά και από ποιόν ακριβώς το αντέγραψα. Αν το είπε ο μπαμπάς μου, που πραγματικά για εκείνον τίποτε δεν χαλάει πραγματικά, αφού πάντα υπάρχει ένας τρόπος να το διορθώσει. Όχι βέβαια έτσι ώστε να μην φαίνεται ότι είναι διορθωμένο, αλλά ποιόν ενδιαφέρει εάν έγινε πατέντα; Αρκεί να λειτουργεί ξανά κάτι που πριν δεν το έκανε.
Και έτσι μαζεύονται σωρός τα περίεργα πράγματα, τα «κολλημένα», τα διορθωμένα και δεν πετιέται τίποτε. Στην αρχή μπορεί να ξενίζει το τραυμαπλάστ που χρησιμοποιήθηκε για να κρατήσει ένα κομματάκι που έσπασε από ένα κεραμικό, ένα κρυστάλλινο μπώλ παγωτού που στηρίζεται σε ένα πλυμένο βαζάκι μαρμελάδας – αφού δεν έχει πλέον βάση για να το κρατήσει μόνο του -, τα τρία κλειδιά που χρειάζονται για ένα αυτοκίνητο, ένας διακόπτης ρεύματος που χρησιμεύει ως συναγερμός και πολλά και διάφορα θαυμαστά και περίεργα. Μέρα με την μέρα βλέποντάς τα, συνηθίζεις και σε λίγους μήνες χρόνους ούτε που προσέχεις όλα αυτά τα παράτερα και τα μεταλαγμένα.
Τις προάλλες καθαρίζοντας την κουζίνα μου αφού είχα πλύνει τα πιάτα, μου έπεσε ένα κεραμικό της αδερφής μου στο πάτωμα και χωρίστηκε σε 5 μεγάλα κομμάτια. Η στεναχώρια μου δεν περιγράφεται, όπως δεν περιγράφεται το αυθόρμητο βρισίδι που μου ξέφυγε για την απροσεξία μου. Στο μυαλό μου επέστρεψε το θρυλικό πλέον «θα το κολλήσουμε» και για κλάσματα του δευτερόλεπτου έπαιξα με την ιδέα να το πραγματοποιήσω... Δεν το έκανα φυσικά.
Τα κεραμικά της αδερφής μου είναι τα πιο πολύτιμα αντικείμενα του σπιτικού μου. Και αυτό όχι μόνον γιατί είναι του γούστου μου, ούτε γιατί είναι δώρα, αλλά και γιατί προέρχονται από το χέρια της, γιατί είναι δημιουργίες της.
Όμως... ότι έσπασε, έσπασε. Δεν θα μαζεύω σπασμένα και χαλασμένα, πράγματα που σχεδόν λειτουργούν, που πρέπει να ξέρεις την πατέντα τους για να τα χρησιμοποιήσεις.
Δεν έχω πολλά πράγματα, τα λίγα που έχω τα προσέχω. Τα χαλασμένα, τα πετώ.
Πόνεσε η καρδιά μου όταν άφηνα τα κομμάτια του κεραμικού, ένα ένα στο καλάθι των σκουπιδιών, όμως γλυκιά μου αδερφή, πες μου την αλήθεια... Δεν είναι καλύτερα να σου ζητήσω να μου φτιάξεις άλλα, από το να δεις να συγκρατά τον «κόπο» σου μια λωρίδα σελοτέιπ;