Πώς ένα μυρμήγκι το παιδικό πόδι στην παραλία;
Πώς ένας γλάρος τον πίδακα νερού μιας φάλαινας;
Ένα ψάρι καλώδια απλωμένα στον βυθό;
Πώς νιώθει ένα λουλούδι τον άνεμο;
Ο άνεμος τον ποταμό;
Ο ποταμός τις κοίτες του;
Οι κοίτες τις γέφυρες που τις ενώνουν;
Οι γέφυρες τις αμαξοστοιχίες;
Οι ράγες τους την σκουριά που τυχόν τις περιβάλει;
Και πώς πάλι αισθάνεται η σκουριά
όταν κανείς πάει να την εξύσει;
Και αντί όπως είναι η φύση της εκείνη το σίδερο να κυριεύσει
ο υπάλληλος με το σφυρί του την χτυπά
και τις φωνές της, τα βογγητά, τις κραυγές βοήθειας δεν ακούει
Παρά απλά και μόνον σαν δουλειά,
ανήλεα, απαθώς,
χωρίς δεύτερη σκέψη την αποτελειώνει.
Πώς αισθάνεται άραγε μια τιναγμένη σκουριά
σκορπισμένη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα;