-H Δήμητρα και εγώ γνωριζόμαστε από το λύκειο, άρχισε να αφηγείται η Σοφία Βλάσση αφού η επιθεωρητής Ρίζου της εξήγησε το λόγο της επίσκεψής της.
Ήμασταν καλύτερες φίλες, αχώριστες. Μαζί στο σχολείο, στο φροντιστήριο. Μαζί διαβάζαμε, μαζί πηγαίναμε στο πόλο. Η φιλία μας συνεχίστηκε και στα φοιτητικά χρόνια. Είχαμε τύχη και δεν αναγκαστήκαμε να φύγουμε από την Αθήνα για τις σπουδές. Εγώ ήμουν στο ΤΕΙ Αθήνας στο τμήμα διακοσμητικής & σχεδιασμού και εκείνη στο τμήμα εκπαίδευσης και αγωγής στην προσχολική ηλικία του πανεπιστήμιου Αθηνών. Πήγαμε άπειρες φορές μαζί διακοπές. Με τα λίγα λεφτά που είχαμε στην διάθεσή μας έπρεπε να αποφασίσουμε αν μας ενδιαφέρει να τρώμε κάθε μέρα ή αν θέλουμε να επιμηκύνουμε την διάρκεια της διαμονής μας για 3 ή 4 μέρες.
Με το σακίδιο στον ώμο και που δεν πήγαμε; Ιταλία, Αίγυπτο, Σουηδία, Νέα Υόρκη, Ιρλανδία, Πορτογαλία... Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε και μειώθηκε ο ελεύθερος χρόνος μας συναντιόμασταν λίγο αραιότερα, αλλά δεν κόψαμε την επικοινωνία. Η Δήμητρα ήταν ανήσυχο πνεύμα και μου έκανε καλό η παρέα της, μου μετέδιδε την περιέργεια για το καινούργιο, τον ενθουσιασμό της.
Τα ταξίδια ήταν μόνο μια ένδειξη της δίψας της για τη ζωή, για εκείνη απαραιτήτως αναγκαία αλλά δεν μπορούσε να μένει πολύ καιρό μακριά από τον παππού. Ο παππούς της ήτανε η μεγάλη της αγάπη, ήταν ο πρώτος για τον οποίο θα αγόραζε ένα σουβενίρ, ο πρώτος που θα λάβαινε την καρτ ποστάλ και ο πρώτος που θα συναντούσε η Δήμητρα αφού επέστρεφε. Του εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια τις περιπέτειές της, του έδειχνε κάθε φωτογραφία. Και ο παππούς χαιρότανε, θυμότανε την νεότητα του και ζούσε τα ταξίδια μας, σαν να είχε και εκείνος βρεθεί εκεί παρέα μας. Θαύμαζε πως το κοριτσάκι του, όπως την έλεγε, μεγάλωσε και τα κατάφερνε μόνη της. Του είχε φοβερή αδυναμία, αλλά και εκείνος την υπεραγαπούσε. Κάποτε της είπε πως ήταν κρίμα που όταν οι δικές του οι κόρες ήταν μικρές δεν τις έζησε, δεν ήταν κοντά τους να τις δει να μεγαλώνουν, να τις βοηθήσει στις δυσκολίες τους, να χαρεί τις επιτυχίες τους. Ήταν βλέπεις ναυτικός και δούλευε ανα το κόσμο. Οχτώ μήνες ταξίδι, τρεις μήνες στο σπίτι στην καλύτερη περίπτωση. Αλλιώς μπορούσε μια καινούργια δουλειά να τον κρατούσε για δέκα, άλλη για δώδεκα μήνες μακριά από την οικογένειά του. Με τα εγγόνια του, με την Δήμητρα και τον Αντώνη ένιωθε ότι του δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία. Μια ευκαιρία να αναπληρώσει τα χαμένα χρόνια. Τα καλοκαίρια έπαιρνε τα εγγόνια του στον Πλαταμώνα. Κάνανε κυνήγι θησαυρού στην παραλία, εκδρομές στην Ραψάνη, βόλτες με το αυτοκίνητο ή πεζοπορίες στην φύση.
Ο Σεπτέμβρης όταν άρχιζε ξανά το σχολείο ήταν για εκείνον η χειρότερη εποχή .
Όταν πριν από ενάμισι χρόνο περίπου άρχισε να μην τρώει πλέον, η Δήμητρα στεναχωρέθηκε πολύ. Έπρεπε να το αποδεχτεί όμως ότι ο παππούς της δεν είχε διάθεση, ενδιαφέρον και δυνάμεις πλέον. Στα 82 χρόνια αποφάσισε ότι του αρκουσε ότι εζησε και ότι είδε. Ενα μηνα αργοτερα πεθανε.
Της στοιχισε πολύ ο θανατος του, αλλά πάντα σεβότανε τις αποφάσεις του παππού της. Έπρεπε τώρα και αυτήν την τελευταία με τον ίδιο τρόπο να την αντιμετωπίσει.
Στην διαθήκη του της άφησε μετρητά, το διαμέρισμα, τα έπιπλα του και ένα οικόπεδο εξ αδιαιρέτου με τον Αντώνη.
Πριν 8 μήνες θα ήτανε που γνώρισε η Δήμητρα τον Θοδωρή. Τον αγαπούσε μου έλεγε, ήταν ερωτευμένη, αλλά κάτι της έλειπε ακόμα, παρόλο που δεν ήξερε τι ήτανε αυτό. Μερικές φορές με έπαιρνε τηλέφωνο θλιμμένη. Την ρωτούσα πως είσαι; Και εκείνη απαντούσε, αυτή είναι η μόνη ερώτηση που δεν πρέπει κανείς να μου κάνει. Αν δεν απασχολούμαι με το πως είμαι, ξεχνάω ότι δεν είμαι καλά.
Γιατί, την ρωτούσα, τί σου λείπει; Έχεις το διαμέρισμα από τον παππού, την δουλειά που σου αρέσει, την οικονομική σιγουριά, την σχέση σου με τον Θοδωρή, τους γονείς σου, τις φίλες σου. Δεν είναι λίγα, για σκέψου το.
Εδώ και 3 μήνες είχε αρχίσει να γράφει ημερολόγιο στο ίντερνετ. Από ότι μου είχε πει, την έκανε να ηρεμεί και της έδινε ένα τρόπο έκφρασης. Είχε ανακαλύψει μια δημιουργικότητα μέσα της, την οποία δεν πίστευε ποτέ ότι την είχε. Έγραφε ποιήματα και ότι άλλο την ενδιέφερε. Διάβαζε τα ημερολόγια των άλλων, πήγε στις συναντήσεις τους, τους ψυχολογούσε, τους άφηνε να την ψυχολογούν. Μερικοί καταλάβανε λανθασμένα τις προθέσεις της. Μου είπε πως κάποιοι την πιέζανε να συναντηθούν για ραντεβού. Την κολάκευε η ιδέα, αναρωτιότανε αν αυτό ήταν που τις έλειπε. Οι σεξουαλικές εμπειρίες. Μερικές φορές μου έλεγε, συμφώνησε να συναντηθεί και τετ α τετ, αλλά τελευταία στιγμή το ακύρωσε. Δεν ξέρω ακριβώς τι φοβόταν. Μη συναντήσει κανένα ψυχοπαθή; Γιατί και αυτοί για τους οποίους διακοσμώ τις βιτρίνες των μαγαζιών ή τα υπνοδωμάτιά τους καλύτεροι είναι; Τέλος πάντων... Δεν ξέρω, αλλά η ιδέα ότι είχε την δυνατότητα μέσω του ίντερνετ να επικοινωνεί με άλλους ανθρώπους, να συζητάνε με τις ώρες τα ενδόμυχο τους, χωρίς όμως να γνωρίζονται, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων αλλά και τόσο οικείοι μέσα από τα κείμενά τους, η ιδέα ότι κάποιος από τους περαστικούς στον δρόμο μπορεί να είναι αυτός ή αυτή με τον οποίο έκανε chat ένα ολόκληρο βράδυ, της άρεσε ιδιαίτερα.
Δεν είναι ότι έμενε κλεισμένη στο σπίτι της, δεν θέλω να με παρεξηγήσετε, ήταν τύπος που κυκλοφορούσε. Πηγαίναμε σινεμά, σε συναυλίες, εκθέσεις, μπαράκια, βόλτες, όμως το ίντερνετ και η ανωνυμία του της ασκούσε μια ιδιαίτερη μαγεία.
Τις τελευταίες μέρες όμως την απασχολούσε ιδιαίτερα ένα πρόβλημα στο νηπιαγωγείο. Δεν μου είπε τι ακριβώς. Φαινόταν ότι έπρεπε να ήτανε σημαντικό. Την ρώτησα αν μπορώ να βοηθήσω, αλλά μου είπε ότι αν τα πράγματα δεν καλυτερεύουν θα πρέπει να αποφανθεί στην αστυνομία, εγώ δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Αλλά...
αλήθεια τι ώρα έφτασε; Ώω, με συγχωρείτε αλλά πρέπει να φεύγω, έχω αναλάβει την διακόσμηση ενός παιδικού δωματίου και σήμερα παίρνω μέτρα του χώρου.
-Τότε να μην σας καθυστερώ, είπε η Μαρία Ρίζου και έβαλε το χέρι της στην τσέπη. Σας αφήνω το τηλέφωνό μου αν με χρειασθείτε, συμπλήρωσε προτείνοντας την κάρτα της.
-Συνεχίζεται-
ΥΓ. H ιστορία και τα πρόσωπα της αστυνομικής ιστορίας είναι φανταστικά και ουδεμία ομοιότητα έχουν με καταστάσεις και πρόσωπα της πραγματικότητας