Η Φανή ήταν ένα περίεργο κορίτσι. Ένα από αυτά που όλοι θα αγαπούσαν αν άφηνε τον εαυτό της να αγαπηθεί. Αν έδειχνε πως είναι μέσα της. Αν έδειχνε πως κατά βάση είναι ένα χαρούμενο κορίτσι. Αν έδειχνε τα ενδιαφέροντά της. Αν μίλαγε. Αν χαμογελούσε. Αν τους κοίταζε στα μάτια. Όμως η Φανή δεν κοιτούσε κανέναν στα μάτια, προτιμούσε να τα κλείνει προς το πάτωμα. Ήλπιζε πως αν δεν έβλεπε τον κόσμο, θα μπορούσε να περάσει και εκείνη με την σειρά της απαρατήρητη τον διάδρομο της πολυκατοικίας, στους δρόμους, στην δουλειά, στο σουπερμάρκετ. Είχε δει κάποτε μια ταινία, όπου κάποιος είχε ανακαλύψει μια χημική ουσία με την ιδιότητα να κάνει πράγματα αόρατα. Την μάγεψε η ιδέα... Πόσο θα ήθελε να μπορούσε και εκείνη να γίνει αόρατη; Να μην νιώθει καθημερινά τα σκληρά ανθρώπινα μάτια όλων γύρω της; Όλων αυτών που υποτίθεται ότι ενδιαφέρονταν για εκείνη, που έλεγαν ότι την νοιάζονταν, ότι την αγαπούσαν αλλά την απέρριπταν με τα ψευτοευγενικά χαμόγελα και σχόλιά τους. «Γιατί δεν χτενίζεις λίγο τα μαλλιά σου; Πόσο όμορφη θα ήσουν αν πρόσεχες λίγο παραπάνω τον εαυτό σου; Δεν ξέρεις πόσο με στεναχωρεί που δεν παίρνεις πρωτοβουλία να αλλάξεις κάτι στην ζωή σου, άμα δεν σε ευχαριστεί».
Μετά χαράς θα έπαιρνε πρωτοβουλία, μετά χαράς να άλλαζε την ζωή της, μακάρι να μπορούσε να γίνει αόρατη. Υπήρχε πιο μεγάλη αλλαγή από αυτή του να μην σε βλέπουν οι άλλοι γύρω σου; Να μπορείς να περνάς απαρατήρητη στην ουρά για τα εισιτήρια του σινεμά, τρέχοντας στον ιμάντα του γυμναστηρίου, στην μικρή κουζινίτσα της εταιρίας κατά την διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος, στο εβδομαδιαίο meeting, στην πίστα μιας ντισκοτέκ. Θα μπορούσε να κάνει ότι ήθελε, να βρίσκεται όπου ήθελε, χωρίς να ανησυχεί για την ώρα και την στιγμή, για το αν επιτρεπόταν, για το αν είναι ντυμένη κατάλληλα, για το τι θα λέγανε οι άλλοι αν την βλέπανε εκεί.
Πόσο θα της άρεσε να πήγαινε σε μια ντισκοτέκ, χωρίς να έχει την έννοια των άλλων, να χόρευε στην μέση της πίστας, να κινήτο στον ρυθμό της μουσικής. Μίας κατά προτίμηση δυνατής εκφαντικής μουσικής και να νιώθει τα μπάσα να χτυπάνε κατευθείαν στο στομάχι της. Στο σπίτι της δεν τολμούσε να βάλει δυνατά την μουσική. Η γειτόνισσα με το νεογέννητο μωρό της την είχε προειδοποιήσει πως χρειάζεται απόλυτη ησυχία, ο κύριος στον κάτω όροφο είχε ήδη απειλήσει να καλέσει την αστυνομία όταν κάποτε από το τράνταγμα που προκάλεσαν τα βήματά της, έπεσαν δυο κόκκοι σκόνης στο πιάτο της σούπας του από το φωτιστικό του. Ο δε ιδιοκτήτης του διαμερίσματος είχε βάλει όρο στο συμβόλαιο του ενοικιαστηρίου να μην έχει στερεοφωνικό και η στάθμη του ραδιοφώνου να είναι πάντα χαμηλή.
Η Φανή όμως δεν ήταν τόσο υπάκουη όσο φαινόταν. Φαινόταν άραγε; Ναι δυστυχώς φαινόταν ακόμα, τί τραγική απόφαση αλήθεια να της δώσουνε ένα τέτοιο όνομα στην βάφτιση, αλλά προσπαθούσε και έβαζε τα δυνατά της άμα δεν μπορούσε να γίνει αόρατη να μην ακούγεται τουλάχιστον. Αγόρασε ακουστικά, τα συνέδεσε σε ένα μίνι στερεοφωνικό, το οποίο προκειμένου να το φέρει στο διαμέρισμα χωρίς να το δει κανείς, το έκρυψε σε μια πλαστική σακούλα για κατεψυγμένα είδη, άνοιγε την μουσική στο τέρμα, τραβούσε το χοντρό χαλί ακριβώς κάτω από το κούφωμα της πόρτας του μπάνιου, εκεί που ήταν το πιο σταθερό σημείο του πατώματος, έβαζε μαλακά παπούτσια και χόρευε με τα ακουστικά στα αυτιά αποφεύγοντας να προκαλέσει τον παραμικρό ήχο. Καθόλη την διάρκεια του χορού, χαμήλωνε τον ρυθμό της αναπνοής της, πρόσεχε να μην εκπνέει με θόρυβο, να μην σφυρίζουν οι πνεύμονες κατά την εισπνοή. Ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η προσπάθειά της. Το άσθμα της επιδεινώνονταν αισθητά όταν κουραζόταν, όμως δεν θα άφηνε να την σταματήσουν τέτοια ψιλοπράγματα όπως μια αρρώστια ή μια ευαισθησία του αναπνευστικού συστήματος από το να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της.
Μια μέρα, εκεί που χόρευε για πολλοστή φορά στις οικείες μελωδίες του Paolo Conte, σε ένα σημείο όπου το κομμάτι ανταγωνιζόταν την πρόθεσή της για την απόλυτη σιγή, μια εξωτερική σιγή παρόλη την μουσική, παρόλη την κίνηση του χορού της, παρόλο τον μαλακό ήχο της φωνής και των μουσικών οργάνων, της πέρασε για πρώτη φορά στην ζωή της από το μυαλό πως δεν υπήρχε λόγος να προσπαθεί να κρυφτεί. Γιατί και για ποιόν; Γιατί να ασχολείται με τους άλλους, γιατί να την ενδιαφέρει αν την βλέπουν, αν την ακούν, αν συμφωνούν με αυτά που κάνει, με ότι λέει, με αυτά μου που της αρέσουν, με αυτά που την απασχολούν, με ότι της είναι σημαντικό. Γιατί να αλλάξει εκείνη;
Και ήταν θέμα ανταγωνισμού; Είτε εκείνη θα άλλαζε, είτε ο κόσμος; Γιατί να μην υπήρχε τρόπος συνύπαρξης; Ο κόσμος ήταν τόσο μεγάλος, που είχε χώρο και για αυτούς που ακολουθούν το δρόμο της πλειοψηφίας, αλλά και για τους λίγους που δεν μπορούν παρά να διαφέρουν. Είχε πλέον καταλάβει πως δεν ήταν θέμα επιλογής, παρά θέμα φύσης. Ήταν «αλλιώς». Επιτέλους συνειδητοποίησε πώς ήταν πάντα έτσι διαφορετική. Δεν υπήρχε ένας συγκεκριμένος λόγος, δεν ήταν αρετή η διαφορά της, ούτε και μειονέκτημα. Δεν είχε συμβεί κάτι λάθος στην ζωή της, δεν ήταν αποτέλεσμα κακών επιρροών φίλων ή γνωστών, δεν «ξέχασε» να βρει τον εαυτό της κατά την διάρκεια της εφηβείας. Ήταν απλά και μόνον αλλιώτικη από τα άλλα αδέρφια της, αλλιώτικη από τους άλλους αθλητές στον γυμναστικό όμιλο, αλλιώτικη από τους άλλους μαθητές στο γυμνάσιο, από τους άλλους φοιτητές, από τους άλλους υπαλλήλους, από τους άλλους ενοικιαστές, από τους άλλους πολίτες. Ήταν αλλιώτικη από τους άλλους χορευτές, από τους άλλους ακροατές, από τους άλλους θεατές, από τους άλλους καταναλωτές. Ήταν «αλλιώς», αλλά ακριβώς λόγω της διαφοράς της ήταν ένα ιδιαίτερο κομμάτι αυτού του κόσμου. Γιατί τί θα γινότανε άμα δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι διαφορετικοί άνθρωποι; Τί θα γινότανε άμα όλοι ακολουθούσαν το ίδιο δρόμο, την ίδια κατεύθυνση, ανεξάρτητα αν ήταν της επιλογής τους, ή δρούσαν ωθημένοι από άλλους, από μια εξωτερική πηγή, μια προπαγάνδα, διαφήμιση , την κοινή λογική. Αν όλα θα μπορούσαν να προβλεφθούν, αν για όλα υπήρχε μια και μόνον απάντηση; Αν όλα κινούνταν με τους ίδιους ρυθμούς, άμα τίποτε δεν ξάφνιαζε, άμα τίποτε δεν προσπαθούσε να κολυμπήσει αντίθετα στο ρεύμα, άμα υπήρχε μία μόνον τάξη;