«Πέθανε; Πώς πέθανε; Πού και γιατί;» ρώτησε τη φίλη της στο τηλέφωνο αλλά πριν προλάβει να ακουστεί η απάντηση από την άλλη πλευρά της γραμμής το μυαλό της είχε ήδη απογειωθεί...
Βρισκόταν σε ένα αεροπλάνο μιας γερμανικής εταιρείας, 3500 m πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο χαρακτηριστικός θόρυβος της προπέλας, τα πυκνοτοποθετημένα καθίσματα, η ελεύθερη θέση στα δεξιά και τα κουρτινάκια μπροστά που εμπόδιζαν την οπτική επαφή με την περιοχή της πρώτης κατηγορίας την έκαναν να αναγνωρίσει την συγκεκριμένη πτήση. Ήξερε από που απογειώθηκε, ήξερε κατεύθυνση του αεροπλάνου, την προγραμματισμένη ώρα της προσγείωσης αλλά και την πραγματική του κατάληξη. Έριξε μια ματιά τριγύρω της. Οι θέσεις ήταν κατειλημμένες από τους τυπικούς ταξιδιώτες αυτής της γραμμής. Κουστουμαρισμένοι μεσήλικες, κατευθυνόμενοι προς το επόμενο meeting, με μια ή δυο εφημερίδες στα χέρια, κατά προτίμηση σε διαφορετικές ξένες γλώσσες η καθεμία, το laptop στα γόνατα, τα σκούρα γυαλιά στα μάτια, ένδειξη του πόσο σημαντικοί είναι, ή πόσο σημαντικοί θέλουν τέλος πάντων να δείχνουν. Δυο αεροσυνοδοί σέρνουν ένα καροτσάκι με αναψυκτικά στον διάδρομο. Άψογες, σε άψογη στολή, με άψογο χτένισμα και το υποχρεωτικό «άψογο» χαμόγελο «βιδωμένο» στο πρόσωπό τους.
Κοίταξε έξω από το παραθυράκι. Ήλιος και αραιά συννεφάκια από κάτω τους. Τίποτε δεν άφηνε να δημιουργηθούν υποψίες για την σιγουριά της πτήσης. Τίποτε δεν βρισκόταν πέρα από τα κανονικά πλαίσια, τίποτε το αλλιώτικο δεν συνέβαινε, τίποτε το ανησυχητικό δεν φαινόταν τριγύρω τους. Όλα διαδραματίζονταν όπως διαδραματίζονται στα 40 λεπτά ταξιδιού, 20 λεπτά πριν την προσγείωση. Και όμως η έκρηξη που ξαφνικά τράνταξε την κοιλιά του αεροπλάνου, που το χώρισε σε 3 άνισα φλεγόμενα κομμάτια, και τα άφησε σε ελεύθερη πτώση πάνω από πράσινα πυκνοφυτεμένα δάση της βόρειας Ευρώπης δεν ήταν μέσα στην ρουτίνα της πτήσης. Δεν ήταν προγραμματισμένη.
Τίποτε από τα επόμενα δεν ήταν πιθανό να συμβεί και όμως συνέβαινε.
Σώματα ακρωτηριασμένα που ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο ποιό θα φτάσει πρώτο στο ύψος μηδέν. Φύλλα εφημερίδων που δεν προλάβανε να αποκαούν, αποκομμένα σωληνάκια οξυγόνου, σβηστά κινητά, χάρτινα ποτηράκια καφέ, το κραγιόν της αεροσυνοδού, τουπέ χωρίς τον κάτοχό τους, σκισμένα δέρματα, καλώδια ή κομμάτια από καθίσματα, ο αέρας να φυσά τριγύρω τους. Και εκείνη; Εκείνη γραπωμένη στο καροτσάκι με τα αναψυκτικά, να μετρά ανάποδα τα δευτερόλεπτα της ζωής της και να προσπαθεί αλλά να μην μπορεί πλέον να ξεβιδώσει το «άψογο» χαμόγελο από το άψογο πρόσωπό της...