Σε αυτό που εγώ δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω, έτσι όσο καθημερινά σαν ένα παγιδευμένο χάμστερ, αγωνιώ μπροστά στις σκάλες αυτής της καταραμένης ρόδας που όλο και κατεβαίνει όσο περισσότερο κανείς προσπαθεί να την ανεβεί. Και καλά το χάμστερ, δεν γνωρίζει, δεν βλέπει τον κόσμο τριγύρω του, δεν γνωρίζει τίποτε άλλο, ούτε και τίποτε καλύτερο. Και καλά αυτό, ζώο είναι, έτσι θα το πεις, υποτιμώντας το. Αλλά εσύ, εγώ, όλοι μας; Πως και δεν αντιδρούμε και δίνουμε το ελεύθερο σε όλους τους άλλους εκτός από εμάς να ελέγχουν τη ζωή μας; Εμείς πως δεν αντιμιλούμε και συμφωνούμε, γιατί χάνουμε κάθε πρωτοβουλία, ξεχνούμε συνεπώς κάθε υποχρέωση που έχουμε απέναντι στον εαυτό μας, και παραδινόμαστε. Σηκώνουμε τα χέρια. Τα σηκώνουμε ψηλά, όλο και πιο ψηλά, λες και ελπίζουμε όσο λιγότερους όρους να βάλουμε, όσο πιο απροστάτευτοι είμαστε, όσο πιο καλά απογυμνωθούμε, τόσο πιο καλά, τόσο πιο γρήγορα, τόσο πιο ολοκληρωτικά θα αφομοιωθούμε με το περιβάλλον, τόσο πιο γρήγορα θα εξαφανιστούμε, τόσο πιο αποτελεσματικά θα σβηστούν τα ίχνη μας. Τα ίχνη μας. Τα ίχνη σου, τα ίχνη μου. Κοιτώ πίσω μου και ξαφνιάζομαι. Στο χώμα δεν είναι μόνον βαθουλωμένα πέλματα, με ιδρώτα και αίμα πλημμυρισμένα, δεν είναι μόνον αυτά, συχνά πυκνά βλέπω αποτυπώματα ενός βαριού και δυσκίνητου σώματος που άλλο τρόπο μεταφοράς δεν έχει, παρά αυτόν των σκουληκιών... ...
Καλό μήνα παρόλα αυτά...