πως δε αναθεματίζεις;
Ολημερίς στο χωράφι
μόνο - άθελά σου - σε'βαλαν
Το χόρτο ξερό
ελάχιστο το νερό
και οι μύγες πολλές
την ζέστη του ήλιου υπομένεις
Το βράδυ περιμένεις
δροσιά και ανακούφιση να φέρει
Παρέα θα σου κάνουν
τότε τα αστέρια στον ουρανό
Ξέρεις άραγε
πως αλλού στάβλο,
τροφή και φροντίδα θα'χες;
Και στεναχωριέσαι;
Ξέρεις άραγε
πως κάπου αλλού
σαν τα γουρούνια σαλάμι θα κατέληγες;
Και χαίρεσαι;
Και αν κάποτε έρθω
γκρίζο άλογο
και τα δεσμά σου σπάσω
θα καλπάσεις άραγε χλιμιντρίζοντας μακριά,
ή θα με κλοτσήσεις
την γνωστή και μίζερη ρουτίνα προτιμώντας;