Μια μαύρη κορδέλα απλώθηκε μπροστά του. Ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος με μια χοντρή άσπρη λουρίδα στη μέση, έντονη αντίθεση στο βαθύ πράσινο του τοπίου αριστερά και δεξιά.
Τώρα τι να έκανε; Σίγουρα ήταν θελκτικός αυτός ο σίγουρος δρόμος, χωρίς τα χαλίκια, χωρίς τις στροφές, χωρίς το φουσκωμένο ποταμό στο χείλος του μονοπατιού το οποίο σκαρφάλωνε με δυσκολία μέχρι εκείνη την στιγμή.
Δρόμος ή μονοπάτι; Πράσινες κοιλάδες ή καταρράκτης; Σιγουριά της σταθερότητας ή ανατριχίλα του κινδύνου; Και αν δε διάλεγε; Και αν δεν συνέχιζε; Και αν αποφάσιζε να παραμείνει εκεί; Να μην προχωρούσε ούτε ένα βήμα σε οποιανδήποτε κατεύθυνση; Μήπως αν περίμενε, σταθεροποιήτο το έδαφος του μονοπατιού; Και αν το νερό του ποταμού δεν έχανε την ταχύτητά του, αλλά φούσκωνε και σάρωνε τα θεμέλια της ασφάλτου; Και φύκια θεριεύουν τριγύρω του μεγάλα σαν δέντρα; Ποια η σημασία τότε του δρόμου, ποια του μονοπατιού, ποια της κίνησης ή της ακινησίας;