11 Νοεμβρίου 2005

To τηλεφωνημα

Σε αυτήν την ονειρική κατάσταση βρισκόταν λοιπόν εκείνη ήδη όλο το πρωινό, όταν στην 1 το μεσημέρι, όπως πάντα, ήρθε ο συνάδελφος για να την πάρει για το μεσημεριανό διάλειμμα. Κοίταξε το ρολόι του υπολογιστή και βιάστηκε να τελειώσει την πρόταση στο email που έγραφε.
-Μήπως μπορείς να με περιμένεις 2 λεπτά; ρώτησε. Θέλω μόνον να το ξαναδιαβάσω και το στέλνω.
-ΟΚ, τότε πάω να ρωτήσω πρώτα τους άλλους και σε περιμένουμε στην είσοδο.

Ωραίο της φάνηκε διαβάζοντάς το για δεύτερη φορά. Ούτε πιεστικό, ούτε πολύ μελό, απλά σαν ένα χάιδεμα στο μάγουλο. Ένα σύντομο email, για να επικοινωνήσει μαζί του. Χωρίς να τον βαραίνει, να του φάει χρόνο, ή να τον αναγκάσει να απαντήσει.
Ένα μικρό μήνυμα για να του δείξει πως τον σκέφτεται, πως θα ήθελε να είναι μαζί του, εάν και εκείνος είχε τον χρόνο και μπορούσε.
Καλό ταξίδι ψιθύρισε στον υπολογιστή, πατώντας το κουμπί για να σταλθεί το μήνυμα και το χαμόγελο που εκείνη την ημέρα δεν είχε χαθεί από τα χείλη της, μεγάλωσε ελάχιστα άλλο λίγο.

Πήρε κλειδιά, κινητό, μπουφάν και βιάστηκε προς την έξοδο του κτιρίου, όπου οι συνάδελφοι την περίμεναν.
-Άργησα; Δεν άργησα; τους είπε χαρούμενα, με πεθυμήσατε;
Εισέπραξε κάποια χαμόγελα αντί για απάντηση. Άλλοι βυθισμένοι στα δικά τους ούτε που την άκουσαν και συνέχισαν να στέκονται, σαν να μην είχαν συνειδητοποιήσει ότι είχε έρθει και ότι μπορούσαν πλέον να φύγουν.

-Πού θα πάμε σήμερα; ρώτησε.
Κανείς δεν απάντησε αλλά υπήρχε χρόνος μέχρι να φτάσουν στο πεζόδρομο και να πρέπει να αποφασίσουν.

Mπζζζζζ μπζζζζζζζ μπζζζζζζζ ένιωσε να σπαρταρά κάτι από μέσα από της τσάντα της και ήταν μεγάλο θέμα τύχης που συνειδητοποίησε παρόλη την κίνηση του περπατήματος τον άηχο δονητή του κινητού της.

Κοίταξε τον αριθμό της κλήσης, αλλά δεν φαινόταν το νούμερο. Ο ρυθμός της καρδιά της επιταχύνθηκε ξαφνικά... Έφτασε το email σκέφτηκε...

-Λέγετε; είπε με μια χαρούμενη φωνή και με ένα ακόμα πιο μεγάλο χαμόγελο...
-... Γεια σου απάντησε μια άγνωστη φωνή. Με θυμάσαι; Είμαι κάποιος που με είχες γνωρίσει πριν 21 χρόνια... Σε ένα τρένο. Ήσουν με την μητέρα σου και μια άλλη κοπέλα. Εκείνη ήταν 4 χρόνια μεγαλύτερή σου και μάλλον Αμερικανίδα. Θυμάσαι το ταξίδι;
Το χαμόγελο έδωσε θέση σε ένα ερωτηματικό. Πού την βρήκε; Μετά από 21 χρόνια; Πώς την βρήκε, σε αυτή την χώρα που βρισκόταν;

-Ναι... νομίζω πως ναι... είπε επιφυλακτικά. Γιατί τηλεφωνείς και πού βρήκες το τηλέφωνό μου; ρώτησε με εμφανή ανησυχία στη φωνή της.
-Δεν μπορώ να σου πω από το τηλέφωνο. Είναι μεγάλη ιστορία, θα σε ξαναπάρω αργότερα, δεν μπορώ τώρα... πρόσθεσε και διέκοψε της σύνδεση.
Με μια στιγμή βγήκε απότομα από το βραδινό όνειρο , το στομάχι της έσφιξε, ένιωσε να κρυώνει. Συννέφιασε το πρόσωπό της...
-Τι λέτε για πατάτες στα όρθια; ρώτησε ο νέος συνάδελφος. Του κόστισε προσπάθεια να μιλήσει, με τις ανασφάλειες της καινούργιας θέσης, βρισκόμενος ακόμα στη δοκιμαστική περίοδο.
-Καλή ιδέα απάντησε ένας άλλος, Εσύ τι λες, έρχεσαι μαζί; την ρώτησε.
-Παιδιά... μόλις θυμήθηκα ότι πρέπει να κανονίσω κάτι οπωσδήποτε πριν φύγω για το σπίτι, τα λέμε τους απάντησε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Η μαγεία του όνειρου είχε διαλυθεί. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει με ποιόν μίλησε στο τηλέφωνο. Ήταν δυνατόν; Μετά από 21 χρόνια;

- Συνεχίζεται-